ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Πανελλήνια Ένωση Δανειοληπτών – Καταναλωτών

ΠολΔ 116 – Συνέπειες παράβασης καθήκοντος αληθείας – Καταχρηστική επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης

Περιοδικό Δίκη – kostasbeys.gr

Παλαιά Τεύχη (1/00 – 12/04) > Τόμος 2004 > Ιούλιος – Αύγουστος 2004 > Νομολογία > ΠολΔ 116 – Συνέπειες της παράβασης του καθήκοντος αληθείας σε πολιτική δίκη – Καταχρηστική επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, ΕφΛαρ 138/2004 με παρατ. Ε. Μπαλογιάννη.

ΠολΔ 116. ΑΚ 914, 919, 281. ΠΚ 386.– Συνέπειες της παράβασης του καθήκοντος αληθείας σε πολιτική δίκη – Καταχρηστική επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης.

Η παράβαση του καθήκοντος αληθείας και γενικότερα της αρχής της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης συνεπάγεται εκτός από τις δικονομικές κυρώσεις και την πειθαρχική ευθύνη του πληρεξουσίου δικηγόρου, ενδεχομένως και την ποινική ευθύνη του παραβάτη αν πληροί τις προϋποθέσεις της απάτης επί δικαστηρίου.

Αν ο ψευδόμενος ενώπιον του δικαστηρίου διάδικος είναι αυτός που προβάλλει επιθετικά τον αναληθή ισχυρισμό (με αβάσιμη αγωγή ή ένσταση) στοιχειοθετείται απάτη επί δικαστηρίου όταν η παράβαση του καθήκοντος αλήθειας συνοδεύεται από ψευδή αποδεικτικά μέσα.

Όταν όμως η παράβαση έγκειται σε αθέμιτη παρασιώπηση
ή
απόκρυψη αληθινών γεγονότων
η οποία μπορεί να παραπλανήσει το δικαστήριο και
να το οδηγήσει στην έκδοση δυσμενούς για τον αντίδικο απόφασης,
η οποία θα προξενήσει σ’ αυτόν περιουσιακή βλάβη
που θα αποφευγόταν αν ο διάδικος τηρούσε το καθήκον αληθείας,
μπορεί να στηριχθεί σε βάρος του διαδίκου αυτού κατηγορία
για εξαπάτηση του δικαστηρίου
εφόσον συντρέχουν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του εγκλήματος αυτού.
—-Σημ: όσον αφορά το εφόσον … βλ σελίδα Αίτια Σύστασης —–

Η παράβαση του καθήκοντος αληθείας και πολύ περισσότερο αν συντρέχει και το έγκλημα της απάτης επί δικαστηρίου συνεπάγεται και την περαιτέρω υποχρέωση προς αποζημίωση του αντιδίκου (άρθρα 914, 919 ΑΚ) αν δεν αντιμάχεται το δεδικασμένο που απορρέει από την απόφαση που τελικά εκδόθηκε.

Απαιτείται όμως η παράβαση του καθήκοντος αληθείας να έγινε δολίως κατά τρόπο που αντιβαίνει τα χρηστά ήθη κλπ ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 919 ΑΚ.

Η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση απαιτήσεως εξοπλισμένης με εκτελεστό τίτλο αποτελεί άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος και δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα όρια του άρθρου 281 ΑΚ.

Η καταχρηστική επίσπευση της εκτέλεσης συνιστά ουσιαστικό ελάττωμα του τίτλου. Εκτός από τις δικονομικές κυρώσεις της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος αυτού, ως ουσιαστική κύρωση θεωρείται και η αξίωση αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του ζημιωθέντος από την επίσπευση της εκτέλεσης, δεδομένου ότι η κακόπιστη συμπεριφορά στην αναγκαστική εκτέλεση απαγορεύεται και από το άρθρο 116 ΠολΔ. —-Σημ: είναι από αυτά που Δ.ΕΝ μπορούν να καταργηθούν —-

Εφετείο Λάρισας 138/2004 [Γ. Αποστολάκης]

(Σύνθεση: Α. Αντωνακούδη, Σ. Καραχάλιου • δικαστικοί παραστάτες: Κ. Μπανάκας, Ο. Αρχοντή-Θανιώτη, Π. Φωτάκης)

Σύμφωνα με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοι αυτών οφείλουν να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστεως, να αποφεύγουν ενέργειες που φανερά οδηγούν στην παρέλκυση της δίκης, να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση, έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια, αποφεύγοντας διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις.

Η διάταξη αυτή που αποσκοπεί στον περιορισμό της καταχρήσεως των δικονομικών δυνατοτήτων επιβάλλει στο διάδικο την τήρηση, κατά τη διενέργεια των διαφόρων διαδικαστικών πράξεων, των κανόνων των χρηστών ηθών και της καλής πίστεως.

Επίσης καθιερώνει ως γνήσια υποχρέωση (και όχι απλώς ως δικονομικό βάρος) την τήρηση του καθήκοντος αληθείας.

Τούτο απαγορεύει στα ανωτέρω πρόσωπα να προβάλλουν αναληθείς πραγματικούς ισχυρισμούς, την ανακρίβεια των οποίων γνωρίζουν, και αφετέρου να αμφισβητούν πραγματικούς ισχυρισμούς του αντιδίκου, καίτοι γνωρίζουν ότι είναι αληθείς.

Δηλαδή η παράβαση του καθήκοντος αυτού προϋποθέτει ενσυνείδητο ψεύδος (ΕφΠειρ 233/1992 ΠειρΝομ 1992 σελ. 301, ΕφΑθ 4340/1988 ΕλλΔνη 31 (1990) σελ. 377, 379, ΕφΑθ 3098/1986 ΕλλΔνη 27 (1986) σελ. 951, 954, ΕφΑθ 5454/1986 ΕλλΔνη 2228 (1987) σελ. 654, ΕφΑθ 4769/1984 ΕλλΔνη 26 (1985) σελ. 676, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία Ι, 2003 σελ. 560 επ.).

Η παράβαση του καθήκοντος αυτού και γενικότερα η παράβαση της αρχής της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης συνεπάγεται, εκτός από δικονομικές κυρώσεις (επιβολή χρηματικής ποινής, καταδίκη στα έξοδα) και την πειθαρχική ευθύνη του πληρεξούσιου δικηγόρου, ενδεχόμενα και ποινική ευθύνη του παραβάτη.

Αν ο – εν γνώσει ψευδόμενος ενώπιον του δικαστηρίου – διάδικος είναι αυτός που προβάλλει επιθετικά τον αναληθή ισχυρισμό (με αβάσιμη αγωγή ή ένσταση), τότε μόνο στοιχειοθετείται απάτη επί δικαστηρίου (άρθρο 386 ΠΚ), όταν η παράβαση του καθήκοντος αλήθειας συνοδεύεται από ψευδή αποδεικτικά μέσα (ενδεικτικά βλ. ΑΠσυμ 404/2002 ΠοινΧρ 52 (2002) σελ. 984).

Διαφορετικά όμως έχει το πράγμα για την ποινική ευθύνη του διαδίκου, του νομίμου αντιπροσώπου και του δικηγόρου του, όταν αυτοί απαντούν ψευδώς, εν γνώσει της αναλήθειας, σε αγωγικό ισχυρισμό ή ένσταση του αντιδίκου και, παρότι είναι αληθινός, δεν τον συνομολογούν, αλλά τον αρνούνται.

Διότι το αδίκημα της απάτης είναι υπαλλακτικά μικτό και συντελείται όχι μόνο με την από τον υπαίτιο (που έχει σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλο πρόσωπο παράνομο περιουσιακό όφελος) εν γνώσει παράσταση σε τρίτο ψευδών γεγονότων ως αληθινών, αλλά και με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, εφόσον η παραπλάνηση του τρίτου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή που συνεπάγεται βλάβη της περιουσίας είτε αυτού του ίδιου του παραπλανηθέντος είτε τρίτου προσώπου.

Ειδικότερα η παρασιώπηση (που αποτελεί έναν από τους τρόπους τελέσεως του εγκλήματος της απάτης) ως προϋπόθεση έχει την υποχρέωση προς ανακοίνωση της αλήθειας είτε από το νόμο είτε από σύμβαση είτε από προηγούμενη ενέργεια του δράστη της απάτης.

Σύμφωνα όμως με τα προαναφερόμενα, οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοι αυτών έχουν νόμιμη υποχρέωση (άρθρο 116 ΚΠολΔ) να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση, έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια, αποφεύγοντας διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις.

Γι’ αυτό, όταν η αποσιώπηση της αλήθειας μπορεί να παραπλανήσει το δικαστήριο και να το οδηγήσει στην έκδοση δυσμενούς για τον αντίδικο αποφάσεως, η οποία θα προξενήσει σ’ αυτόν περιουσιακή βλάβη που θα αποφεύγονταν αν διάδικος, ο δικηγόρος κ.λπ., τηρώντας τις προαναφερθείσες υποχρεώσεις τους, ανακοίνωναν στο δικαστήριο την αλήθεια, συνομολογώντας τη βασιμότητα του κρίσιμου ισχυρισμού του αντιδίκου, μπορεί να στηριχθεί σε βάρος αυτών κατηγορία για εξαπάτηση του δικαστηρίου, εφόσον βέβαια συντρέχουν και οι λοιπές αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις του εγκλήματος αυτού (ΑΠσυμβ 1310/1989 ΠοινΧρ 40 (1990) σελ. 567).

Περαιτέρω, η παράβαση του καθήκοντος της αλήθειας, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν πληροί και τις προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της απάτης, συνεπάγεται και υποχρέωση προς αποζημίωση του αντιδίκου (άρθρα 914, 919 ΑΚ) αν δεν αντιμάχεται το δεδικασμένο που απορρέει από την απόφαση που τελικά εκδόθηκε, όπως λ.χ. συμβαίνει όταν η αγωγή που ασκήθηκε κατά παράβαση του καθήκοντος αληθείας απορρίφθηκε τελεσίδικα ως ουσιαστικά αβάσιμη (ΕφΠειρ 233/1992 ο.π., ΕφΑθ 4769/1984 ο.π., ΕφΑθ 4769/1984 ο.π., Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένο 1983 σελ. 375, 379, Ν. Νικάς, ο.π. σελ. 566, contra K. Καλαβρός Δίκη 4 (1973) σελ. 198 επ.).

Και τούτο διότι «η διάσπαση του δεδικασμένου που αποκτήθηκε με δόλο δεν επιτρέπεται ούτε έμμεσα με την άσκηση απ’ το διάδικο, που νικήθηκε αγωγής αποζημιώσεως κατά του νικήσαντα, κατά τα άρθρα 914 και 919 ΑΚ αφού σύμφωνα με την κρατούσα θεωρία της πρόσφορης αιτίας, η ζημία του ενάγοντα δεν προήλθε από τη δικαστική απόφαση, ή την εκτέλεση αυτής, αλλά από τις δόλιες ενέργειες του αντιδίκου, η δε μείωση της περιουσίας του ενάγοντα απ’ την εκτέλεση της αποφάσεως, δεν αποτελεί ζημία κατά την έννοια των άρθρων 914 και 919, αφού με δύναμη δεδικασμένου έχει κριθεί ότι αποτελεί νόμιμη υποχρέωση του καταδικασθέντα» (ΑΠ 1571/1987 ΕΝ 1988 σελ. 842).

Διαφορετικά όμως έχει το πράγμα όταν δεν παρήχθη δεδικασμένο
είτε γιατί η αγωγή που ασκήθηκε κατά παράβαση του καθήκοντος αληθείας απορρίφθηκε τελεσίδικα ως ουσιαστικά αβάσιμη
είτε γιατί κατά το νόμο δεν γεννάται από την απόρριψη ουσιαστικό δεδικασμένο,
όπως συμβαίνει λ.χ. στην περίπτωση του άρθρου 933 παρ. 4 ΚΠολΔ όταν αποσβεστικός της απαίτησης ισχυρισμός προταθεί με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά πράξεως αναγκαστικής εκτελέσεως και απορριφθεί ως απαράδεκτος γιατί δεν αποδείχθηκε αμέσως με έγγραφα ή ομολογία (ΑΠολομ 10/1993 Δίκη 25 (1994) σελ. 652).

Στην περίπτωση αυτή, όποιος βλάφτηκε από την παράβαση του καθήκοντος αληθείας του αντιδίκου του, μπορεί να αξιώσει από τον παραβάτη αποζημίωση για περιουσιακή ζημία που έπαθε (επί πλέον εκείνης που καλύφθηκε από τη δικαστική δαπάνη), εφόσον η ζημιά του τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράβαση, καθώς και χρηματική ικανοποίηση για την προσβολή της προσωπικότητας του και γενικά για ηθική βλάβη, αφού μία τέτοια αγωγή (για αποζημίωση ή ηθική βλάβη) δεν αντιμάχεται το ουσιαστικό δεδικασμένο, αλλά συμπορεύεται μ’ αυτό.

Απαιτείται όμως η παράβαση του καθήκοντος αληθείας να έγινε δολίως κατά τρόπο που αντιβαίνει τα χρηστά ήθη κ.λπ. ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 919 ΑΚ (ΕφΑθ 4340/1988 ο.π., ΕφΑθ 4769/1984 ο.π., Γεωργιάδης, Σταθοπούλου-Γεωργιάδη ΑΚ, άρθρο 919 αριθ. 29α και 41, επίσης για τη δυνατότητα αποζημίωσης από τα καλούμενα διαδικαστικά αδικήματα βλ. ΕφΑθ 7752/1991 ΕλλΔνη 34 (1993) σελ. 1637 και Κ. Φαφούτη υπό την ΑΠολομ 448/1984 ΝοΒ 33 (1985) σελ. 61).

Εξάλλου, η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση απαιτήσεως εξοπλισμένης με εκτελεστό τίτλο, αποτελεί άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος και δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα τιθέμενα από το άρθρο 281 του ΑΚ όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.

Μάλιστα η καταχρηστική επίσπευση της εκτέλεσης συνιστά ουσιαστικό ελάττωμα του τίτλου (ΑΠ 243/2001 αδημοσίευτη). Εκτός από τις δικονομικές κυρώσεις της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος αυτού, ως ουσιαστική κύρωση θεωρείται και η αξίωση αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης του ζημιωθέντος από την επίσπευση της εκτέλεσης, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 και 919 ΑΚ κατά τα προαναφερόμενα, δεδομένου ότι η κακόπιστη συμπεριφορά στην αναγκαστική εκτέλεση απαγορεύεται και από το άρθρο 116 ΚΠολΔ (Κ. Καλαβρός Δίκη 4 (1973) σελ. 198 επ., 205, Ν.Κ. Κλαμαρής, Η καταχρηστική άσκησις δικαιώματος εν τω αστικώ δικονομικώ δικαίω, 1980 σελ. 485, Ν. Νικάς, ο.π. σελ. 554, 555).

Τέλος, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 71, 297, 298 και 914 ΑΚ., η ευθύνη του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, όπως η ανώνυμη εταιρία, για αποζημίωση, βάσει των διατάξεων αυτών προϋποθέτει παράνομη και υπαίτια πράξη ή παράλειψη των νόμιμων εκπροσώπων του, δηλαδή αδικοπραξία που συντελείται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί (ΑΠ 769/1995 ΕΕΝ 63 (1996) σελ. 663).

Εν προκειμένω, η ενάγουσα, όπως το δικαστήριο εκτίμησε την αγωγή της, ισχυρίζεται τα ακόλουθα:

Ο Β. Μ. συνήψε με την τρίτη εναγομένη (Ε.Τ.Ε.) στις 10.9.1974 στο υποκατάστημα της Λ., διευθυντής της οποίας είναι ο δεύτερος εναγόμενος, σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, το ποσό του οποίου, μετά από μεταγενέστερες αυξητικές συμπληρωματικές συμβάσεις, ανήλθε σε 3.000.000 δρχ.

Οι Η. Μ. και Χ. Λ. εγγυήθηκαν προς την τράπεζα από κοινού ότι θα πληρώσουν το κατάλοιπο του λογαριασμού, αλλά μέχρι το όριο των 3.000.000 δρχ, δεδομένου ότι για το πέραν αυτού ποσό, όπως διαμορφώθηκε η τελική πίστωση με νεότερες αυξητικές συμβάσεις, εγγυήθηκε άλλο πρόσωπο.

Ο λογαριασμός αυτός έκλεισε οριστικά 14.5.1985 και για το κατάλοιπο του εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 704/1985 διαταγή πληρωμής του δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία υποχρεώθηκαν οι ανωτέρω δύο συνεγγυητές να πληρώσουν, εις ολόκληρον ο καθένας, 3.000.000 δρχ με το νόμιμο τόκο από τις 26.1.1983.

Μετά από άσκηση ανακοπών κατά της διαταγής αυτής από τους εγγυητές εκδόθηκαν οι υπ’ αριθ. 506 και 507/1986 τελεσίδικες αποφάσεις του πολυμελούς πρωτοδικείου Λάρισας που ακύρωσαν εν μέρει τη διαταγή και υποχρέωσαν τους εγγυητές να πληρώσουν στην τρίτη εναγομένη 3.000.000 δρχ, εις ολόκληρον ο καθένας, με το νόμιμο τόκο από τις 14.5.1985.

Στις 24.1.1986 με αίτηση της δανείστριας τράπεζας διατάχθηκε (ως ασφαλιστικό μέτρο για την εξασφάλιση της ανωτέρω απαιτήσεως της) με αποφάσεις του μονομελούς πρωτοδικείου Λάρισας η εγγραφή προσημείωσης σε δύο ακίνητα (διαμερίσματα) που είχε ο εγγυητής Η. Μ. στα Φ. και σε δύο αγροτεμάχια που είχε άλλος εγγυητής Χ. Λ. στο Λ. Κ.

Ο τελευταίος στις 10.7.1985 είχε καταβάλλει έναντι του χρέους 800.000 δρχ και στις 14.3.1988 το υπόλοιπο 4.500.000 δρχ με αποτέλεσμα να εξοφληθεί το σύνολο του χρέους και να απαλλαγεί και ο συνεγγυητής του Η. Μ.

Ενόψει της αποσβέσεως της οφειλής, για την εξασφάλιση της οποίας διατάχθηκε η προσημείωση, ο Χ. Λ. υπέβαλε ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση αίτηση ανακλήσεως αυτής.

Η αίτηση του συζητήθηκε στις 21.3.1988, κατά την οποία την τρίτη εναγομένη εκπροσώπησε ο πρώτος εναγόμενος ως πληρεξούσιος δικηγόρος της. Αυτός συνομολόγησε την εξόφληση της οφειλής και έτσι εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 208/1988 απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία διατάχθηκε η ανάκληση της προσημειώσεως υποθήκης επί των ακινήτων του Χ. Λ.

Ήδη ο άλλος εγγυητής Η. Μ. στις 17.2.1986 είχε μεταβιβάσει λόγω πωλήσεως την κυριότητα των διαμερισμάτων του με συμβολαιογραφικές πράξεις που μεταγράφηκαν νόμιμα, το ένα στην ενάγουσα και το άλλο στον Β. Ρ.

Παρότι όμως η οφειλή από το κατάλοιπο της πιστώσεως, για το οποίο είχε εκδοθεί διαταγή πληρωμής σε βάρος των δύο συνεγγυητών, είχε εξοφληθεί κατά τα ανωτέρω, γεγονός που το γνώριζαν τόσο ο πληρεξούσιος δικηγόρος της (πρώτος εναγόμενος), όσο και ο νόμιμος αντιπρόσωπος της στο τοπικό υποκατάστημα (δεύτερος εναγόμενος), εν τούτοις η Ε.Τ.Ε. (τρίτη εναγομένη), ενεργώντας καταχρηστικά και κακόβουλα, έδωσε σ’ αυτούς εντολή να προχωρήσουν σε αναγκαστική εκτέλεση της διαταγής αυτής σε βάρος του εγγυητή Μ. και των δυο αγοραστών των διαμερισμάτων ως ειδικών διαδόχων του.

Ο πρώτος εναγόμενος συνέταξε επιταγή προς εκτέλεση που κοινοποιήθηκε στην ενάγουσα και τον άλλο αγοραστή Β. Ρ. στις 10.2.1989 (συγκοινοποιήθηκε δε και στον εγγυητή Η. Μ.).

Με βάση την επιταγή αυτή κατάσχεσε αναγκαστικά, με την υπ’ αριθ. 3219/1989 έκθεση κατασχέσεως του δικαστικού επιμελητή Λάρισας Γεωργίου Καραβασίλη, το διαμέρισμα της ενάγουσας.

Εναντίον της επιταγής και της εκθέσεως κατασχέσεως η ενάγουσα άσκησε ανακοπή, κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ, ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου Λάρισας με μοναδικό λόγο την εξόφληση του χρέους από τον Χ. Λ.

Στις 4.12.1990 εκδικάσθηκε η ανακοπή της και η τρίτη εναγομένη εκπροσωπήθηκε από τους δύο πρώτους εναγομένους (ως πληρεξούσιο δικηγόρο και νόμιμο εκπρόσωπο της, αντίστοιχα).

Αυτοί, αν και κατά τα προαναφερόμενα γνώριζαν την εξόφληση, ενεργώντας δόλια αρνήθηκαν την ιστορική βάση της ενστάσεως εξοφλήσεως, μολονότι από το καθήκον αληθείας είχαν υποχρέωση να την ομολογήσουν. Αν τηρούσαν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης και την είχαν ομολογήσει, ο αποσβεστικός αυτός ισχυρισμός της θα αποδεικνυόταν αμέσως και η ανακοπή της θα γινόταν δεκτή.

Εξ αιτίας της παράβασης του καθήκοντος αληθείας από τους εναγομένους και επειδή η ενάγουσα (ανακόπτουσα τότε) δεν κατείχε τα εξοφλητικά έγγραφα, τα οποία μάλιστα οι εναγόμενοι αρνούνταν παρά τις επίμονες αιτήσεις της να της τα χορηγήσουν σε αντίγραφα, ο μοναδικός λόγος της ανακοπής της απορρίφθηκε ως απαράδεκτος κατά το άρθρο 933 παρ. 4 ΚΠολΔ με την υπ’ αριθ. 63/1991 απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου Λάρισας, γιατί από τη στάση της τράπεζας και των οργάνων της ο δικαστής παραπλανήθηκε και θεώρησε τον ισχυρισμό ως μη αποδεικνυόμενο αμέσως, δηλαδή με έγγραφα ή ομολογία.

Από την ενέργεια αυτή των εναγομένων η ενάγουσα, εκτός από την εμπλοκή της σε μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα, υπέστη βλάβη στην περιουσία της από τη διατήρηση της ανωτέρω κατασχέσεως ως έγκυρης και ισχυρής διότι μία τέτοια κατάσχεση συνιστά απειλή κατά της περιουσίας.

Αν οι εναγόμενοι ομολογούσαν την εξόφληση, όπως είχαν από το νόμο υποχρέωση, η ανακοπή της θα γινόταν δεκτή και θα ακυρώνονταν η αναγκαστική εκτέλεση.

Επί πλέον από το τελικό αποτέλεσμα της δίκης υπέστη, μείωση και η προσωπικότητα της, αφού εμφανιζόταν προς τους τρίτους ως «οφειλέτιδα και κακοπληρώτρια», δηλαδή μειώθηκε η κτηματική της πίστη.

Κατά της αποφάσεως αυτής η ενάγουσα άσκησε έφεση, η οποία συζητήθηκε στις 9.5.1997.

Εκεί επανέφερε τον ίδιο ισχυρισμό περί εξοφλήσεως, αλλά και οι εναγόμενοι κράτησαν την ίδια δικονομική στάση, αρνούμενοι και πάλι κακόβουλα την εξόφληση, με αποτέλεσμα, μη κατέχοντας έγγραφα περί της εξοφλήσεως, να κριθεί και σε δεύτερο βαθμό για τους ίδιους λόγους η ανακοπή της ως απαράδεκτη και να απορριφθεί η έφεση της με την υπ’ αριθ. 824/1997 απόφαση του εφετείου Λάρισας.

Οι εναγόμενοι όμως, συνεχίζοντας την ίδια καταχρηστική και κακόβουλη συμπεριφορά τους, κοινοποίησαν σ’ αυτήν και στον Η. Μ. στις 18.6.1998 δεύτερη επιταγή προς εκτέλεση, έχοντας εν τω μεταξύ τρέψει κατά τρόπο άκυρο την προσημείωση σε υποθήκη διότι, ενώ η διαταγή πληρωμής είχε αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου στις 29.6.1990 και η προθεσμία 90 ημερών για την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη είχε λήξει στις 28.9.1990, οι εναγόμενοι προέβησαν στην τροπή στις 4.10.1990.

Επικαλούμενη λοιπόν

α) την μακροχρόνια και πολυδάπανη εμπλοκή της στον ανωτέρω δικαστικό αγώνα,

β) τη βλάβη της περιουσίας της από την απειλή της κατασχέσεως και

γ) την προσβολή της προσωπικότητας της από τη μείωση της κτηματικής της πίστης ενώπιον των τρίτων, ισχυρίζεται ότι (από τις προαναφερόμενες παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων της τρίτης εναγομένης κατά την άσκηση των καθηκόντων τους) υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση που ανέρχεται σε 200.000.000 δρχ.

Για τους λόγους αυτούς ζήτησε να αναγνωρισθεί (μετά από τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό) ότι οι εναγόμενοι είναι υποχρεωμένοι, εις ολόκληρον ο καθένας, να της καταβάλλουν το προαναφερόμενο ποσό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Σύμφωνα και με τα προαναφερόμενα, η αγωγή της ενάγουσας που αφορά αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την περιουσιακή της ζημιά, αλλά και την προσβολή της προσωπικότητας της είναι νόμιμη και στηρίζεται στα άρθρα 71, 914, 919, 926, 932, 57, 59, 299, 281 ΑΚ, 70, 116 ΚΠολΔ, 386 ΠΚ.

Η αξίωσή της θεμελιώνεται στην επικαλούμενη παράνομη και υπαίτια (δόλια) συμπεριφορά των οργάνων του νομικού προσώπου της τράπεζας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους που έγινε κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη με πρόθεση να τη ζημιώσουν και αναλύεται:

α) στην ενσυνείδητη παράβαση του καθήκοντος της αληθείας που στοιχειοθετεί μάλιστα το αδίκημα της απάτης δικαστηρίου και

β) στην καταχρηστική (εν γνώσει της εξοφλήσεως της οφειλής) επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος της.

Σημειώνεται ότι η αγωγή της δεν αντιμάχεται το δεδικασμένο περί της εξοφλήσεως της ένδικης απαιτήσεως που προέκυψε από τις προαναφερόμενες αποφάσεις του μονομελούς πρωτοδικείου Λάρισας και του εφετείου Λάρισας που εκδίκασαν σε πρώτο και δεύτερο βαθμό την ανακοπή της, κατά την διαδικασία των οποίων σημειώθηκε η επικαλούμενη παράβαση του καθήκοντος της αληθείας και η παραπλάνηση των δύο δικαστηρίων, διότι όπως προαναφέρθηκε στην περίπτωση του άρθρου 933 παρ. 4 ΚΠολΔ, όταν αποσβεστικός της απαίτησης ισχυρισμός προταθεί με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ κατά πράξεως αναγκαστικής εκτελέσεως και απορριφθεί ως απαράδεκτος γιατί δεν αποδείχθηκε αμέσως με έγγραφα ή ομολογία, από την απόφαση δεν γεννάται ουσιαστικό δεδικασμένο για τον περί αποσβέσεως ισχυρισμό.

Ωστόσο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έκρινε την αγωγή ως μη νόμιμη και την απέρριψε με την αιτιολογία ότι η συμπεριφορά των εναγομένων ενώπιον των δικαστηρίων στις ανωτέρω δίκες δεν συνιστά απάτη επί δικαστηρίου διότι δεν συνοδεύτηκε με την προσαγωγή ψευδών αποδεικτικών μέσων, η δε ιστορούμενη παράβαση του καθήκοντος αληθείας δεν πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 919, 57, 59 και 932 ΑΚ.

Κρίνοντας όμως έτσι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν ερμήνευσε ούτε εφάρμοσε ορθά το νόμο και γι’ αυτό έσφαλε.

Διότι

πρώτον παρέβλεψε την επίκληση από την ενάγουσα την παράβαση του καθήκοντος της αληθείας των εναγομένων κατά τρόπο δόλιο που αντιβαίνει τα χρηστά ήθη κ.λπ. ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 919 ΑΚ. Μόνη η παράνομη αυτή πράξη των εναγομένων θα αρκούσε να στηρίξει το αίτημα της αγωγής.

Δεύτερον, παρέβλεψε ότι η εξαπάτηση των δικαστηρίων πρώτου και δεύτερου βαθμού τελέσθηκε από τους εναγομένους όχι με την προβολή απ’ αυτούς αγωγή, ενστάσεως ή άλλου αυτοτελούς ισχυρισμού, οπότε πράγματι θα έπρεπε για να στοιχειοθετηθεί απάτη επί δικαστηρίου να συνοδευτεί η προβολή του ψευδούς ισχυρισμού με ψευδή αποδεικτικά μέσα, αλλά με την αθέμιτη απόκρυψη της αλήθειας του πραγματικού γεγονότος της εξοφλήσεως κατά την απάντηση του αποσβεστικού λόγου της ανακοπής της ενάγουσας, το οποίο γνώριζαν και ενσυνείδητα, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, απέκρυψαν, μολονότι από το νόμο (άρθρο 116 ΚΠολΔ) είχαν υποχρέωση να ομολογήσουν.

Τρίτον, παρέβλεψε εντελώς τους αγωγικούς ισχυρισμούς περί καταχρηστικής επισπεύσεως αναγκαστικής εκτελέσεως που και αυτή μόνη δικαιολογεί αγωγή αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης.

Πρέπει λοιπόν η έφεση της ενάγουσας, ο μοναδικός λόγος της οποίας αναφέρεται στην κακή εφαρμογή του νόμου, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη.

Ακολούθως πρέπει να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης.

Επειδή όμως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί της ουσίας της υποθέσεως, το δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του σύμφωνα με το άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως είχε πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 16 παρ. 7 ν. 2915/2001, δεδομένου ότι η συζήτηση στον πρώτο βαθμό είχε γίνει πριν από την 1.1.2002 (άρθρα 15 ν. 2943/2001 και 22 ν. 2915/2001) για να μη χάσει η ενάγουσα την (ουσιαστική) κρίση του πρώτου βαθμού.

Δικαστικά έξοδα δεν θα καθορισθούν γιατί η προκείμενη απόφαση περί αναπομπής δεν είναι οριστική, αφού με αυτήν δεν επιλύεται η διαφορά στην ουσία της (ΑΠ 1541/1997 Δίκη 29 (1998) σελ. 246).

Παρατηρήσεις

1. Το καθήκον αλήθειας κατά το άρθρο 116 ΠολΔ – Περιεχόμενο και κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης.

1.1. Το άρθρο 116 ΠολΔ ρυθμίζει τους κανόνες της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης με την έννοια της έντιμης συμπεριφοράς που οφείλουν να έχουν οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους. Αυτή η έντιμη συμπεριφορά περιλαμβάνει τις γνήσιες υποχρεώσεις των παραπάνω προσώπων να ενεργούν σύμφωνα με τις αρχές των χρηστών ηθών και της καλής πίστης, ν’ αποφεύγουν ενέργειες που προφανώς οδηγούν σε παρέλκυση της διαδικασίας, αλλά και να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση, ακριβώς όπως τα γνωρίζουν με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια. Η σχολιαζόμενη απόφαση ασχολήθηκε με την τελευταία από αυτές τις γνήσιες υποχρεώσεις που καθιερώνονται με το παραπάνω άρθρο, δηλαδή με το καθήκον αλήθειας στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης.

1.2. Το καθήκον αλήθειας (ή ειλικρίνειας) που καθιερώνει το άρθρο 116 ΠολΔ αφορά στην υποκειμενική αλήθεια και όχι στην αντικειμενική [1], με την έννοια ότι αρκεί η πεποίθηση του διαδίκου περί της αλήθειας των ισχυρισμών του ακόμα και αν αντικειμενικά δεν είναι ακριβείς. Για το λόγο αυτό η αποτυχία του διαδίκου κατά την αποδεικτική διαδικασία δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι υπάρχει παράβαση του καθήκοντος της αλήθειας.

1.3. Όπως γίνεται γενικά δεκτό το καθήκον αλήθειας περιλαμβάνει δύο υποχρεώσεις: α) την υποχρέωση των διαδίκων κλπ να μην προβάλουν αναληθείς πραγματικούς ισχυρισμούς ενώ γνωρίζουν το αναληθές αυτών και β) την υποχρέωση των παραπάνω προσώπων να μην αμφισβητούν τους πραγματικούς ισχυρισμούς του αντίδικου ενώ γνωρίζουν ότι αυτοί είναι αληθείς. Με άλλα λόγια το καθήκον αλήθειας επιβάλλει στους διαδίκους κλπ να μην ψεύδονται ενσυνείδητα [2].

1.4. Όπως ήδη αναφέρθηκε το καθήκον αλήθειας αποτελεί γνήσια υποχρέωση [3] των διαδίκων, των νομίμων αντιπροσώπων τους και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους και όχι απλά ένα δικονομικό βάρος όπως το καθήκον πληρότητας των πραγματικών ισχυρισμών που προτείνονται. Η πρακτική διαφορά ανάμεσα στη γνήσια υποχρέωση και το δικονομικό βάρος έγκειται στο ακόλουθο σημείο. Αν μεν ο διάδικος δεν ανταποκριθεί σε κάποιο δικονομικό του βάρος ως προς κάποια διαδικαστική πράξη, έχει δυσμενείς επιπτώσεις που αφορούν απλά την ευόδωση της πράξης αυτής. Αν π.χ. ο ενάγων δεν ανταποκριθεί στο βάρος επίκλησης των παραγωγικών γεγονότων του επίδικου δικαιώματος, φέρει τον κίνδυνο να απορριφθεί η αγωγή του. Αντιθέτως, για την τήρηση των γνησίων υποχρεώσεων των διαδίκων έχει αξίωση η πολιτεία που δικαιοδοτεί [4]. Ως προς την παράβαση του καθήκοντος αληθείας, η αξίωση αυτή της πολιτείας εκφράζεται στα άρθρα 205 αριθ. 2 και 185 αριθ. 1 ΠολΔ στα οποία προβλέπονται οι ακόλουθες δικονομικές κυρώσεις: Σύμφωνα με το άρθρο 205 αριθ. 2, το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως επιβάλλει στο διάδικο ή στο νόμιμο αντιπρόσωπό του ή στο δικαστικό πληρεξούσιο χρηματική ποινή, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, αν προκύψει από τη δίκη που έγινε ότι εν γνώσει τους δεν τήρησαν το καθήκον της αλήθειας. Επίσης, το άρθρο 185 αριθ. 1 ΠολΔ επιβάλει την καταδίκη του νικητή διαδίκου στα δικαστικά έξοδα αν ο δικαστής κρίνει ότι αυτός δεν τήρησε το καθήκον της αλήθειας.

1.5. Ζήτημα γεννάται σχετικά με το κατά πόσο η παράβαση του καθήκοντος αλήθειας του άρθρου 116 ΠολΔ επισύρει και την ποινική ευθύνη του προσώπου που την τέλεσε. Συγκεκριμένα τη νομική φιλολογία και τη νομολογία απασχολεί το ερώτημα αν η παραπάνω συμπεριφορά του διαδίκου κλπ μπορεί να στοιχειοθετήσει την έννοια του αδικήματος της λεγόμενης απάτης επί δικαστηρίω [5]. Ως προς το ζήτημα αυτό, η κρατούσα άποψη δέχεται ότι στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 386 § 1 εδ. α’ ΠΚ εφόσον

α) προκληθεί παραπλάνηση στο δικαστή, εξαιτίας της οποίας αυτός εξαπατάται και οδηγείται στην έκδοση εσφαλμένης απόφασης,

β) η παραπλάνηση αυτή τελείται με την εν γνώσει του διαδίκου παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, η οποία εντοπίζεται στο χώρο της απόδειξης των ισχυρισμών και του είδους του αποδεικτικού υλικού. Συγκεκριμένα το αδίκημα αυτό στοιχειοθετείται εάν τα αποδεικτικά μέσα με γνώση του διαδίκου που τα επικαλείται και τα προσκομίζει έχουν αλλοιωθεί και παρουσιαστεί ψευδώς ώστε αντικειμενικά αιτιωδώς να οδηγήσουν το δικαστή στην υιοθέτηση και παραδοχή των ψευδών ισχυρισμών. Επομένως, σύμφωνα με την παραπάνω άποψη, η μη τήρηση του καθήκοντος αλήθειας υπό προϋποθέσεις μπορεί να επισύρει ποινικές κυρώσεις.

1.6. Ως προς την περίπτωση επιβολής αστικής φύσεως κυρώσεων για την παράβαση του καθήκοντος αλήθειας μπορούν ν’ αναφερθούν τα ακόλουθα: Τη νομική φιλολογία και τη νομολογία έχει πολλές φορές απασχολήσει το ζήτημα κατά πόσο ο διάδικος που παραβίασε το καθήκον αλήθειας υποχρεούται να αποζημιώσει τον αντίδικό του κατά τα άρθρα 914 και 919 ΑΚ [6]. Ειδικά ως προς την εφαρμογή του άρθρου 919 ΑΚ προϋποτίθεται ότι ο εναγόμενος ζημίωσε τον ενάγοντα. Καθώς όμως έχει τονιστεί [7], δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «ζημία» του ενάγοντος η μείωση της περιουσίας του εξ’ αιτίας της – έστω και «δολίως» – επιτευχθείσας καταδικαστικής γι’ αυτόν δικαστικής απόφασης, αλλά ως νόμιμη υποχρέωσή του, εφόσον αυτή έχει κριθεί με δύναμη δεδικασμένου. Πραγματικά, το δεδικασμένο που διασφαλίζει τη βεβαιότητα δικαίου και την κοινωνική ειρήνη δεν μπορεί να διασπάται από την έγερση αγωγής αποζημίωσης. Μοναδικός τρόπος ανατροπής του είναι το ένδικο μέσο της αναψηλάφησης κατά τους όρους του άρθρου 544 ΠολΔ. Για τους παραπάνω λόγους, γίνεται δεκτό ότι η ύπαρξη δεδικασμένου δεν αφήνει περιθώρια για την ευόδωση αγωγής αποζημίωσης στην περίπτωση που εξετάζουμε. Ωστόσο, το εμπόδιο αυτό του δεδικασμένου δεν απαντά στην περίπτωση που ασκήθηκε αγωγή κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας η οποία απορρίφθηκε τελεσίδικα ως ουσία αβάσιμη. Στην περίπτωση αυτή έχει γίνει δεκτό[8] ότι υπάρχει περιθώριο άσκησης αγωγής αποζημίωσης του άρθρου 919 ΑΚ εφόσον ο αντίδικος του διαδίκου που παρέβη το καθήκον αλήθειας υπέστη ζημία πέραν της δικαστικής δαπάνης και συντρέχουν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του άρθρου 919 ΑΚ.

1.7. Εκτός από τις παραπάνω αναφερόμενες κυρώσεις, η παράβαση του καθήκοντος αλήθειας από τον πληρεξούσιο δικηγόρο επισύρει και την πειθαρχική του ευθύνη κατά τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων. Συγκεκριμένα, το άρθρο 46 του Κώδικα Δικηγόρων επιβάλει στους δικηγόρους, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους να συμβάλουν στην επικράτηση της αλήθειας και του δικαίου και ιδιαιτέρως να μην υπερασπίζουν παράνομες και προφανώς άδικες υποθέσεις, ν’ απέχουν από κάθε μη ευθύ τρόπο υπεράσπισης και να μην παρελκύουν τις δίκες. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 64 του ίδιου Κώδικα η παράβαση των καθηκόντων και των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στο δικηγόρο αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα που κρίνεται και τιμωρείται από το πειθαρχικό συμβούλιο του Συλλόγου κατά τις διατάξεις των πειθαρχικών ποινών, ανεξάρτητα από κάθε ποινική ευθύνη ή άλλη συνέπεια από άλλους νόμους. Τα σχετικά με τα πειθαρχικά συμβούλια ρυθμίζονται από τα άρθρα 64-84 του ίδιου Κώδικα. Τέλος, στο άρθρο 71 του Κώδικα Δικηγόρων προβλέπεται ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα που τελούνται ενώπιον εντεταλμένου δικαστού βεβαιώνονται με έκθεση η οποία αποστέλλεται στον οικείο δικηγορικό σύλλογο και ότι σε κάθε περίπτωση οι δικαστικές αρχές υποχρεούνται ν’ ανακοινώνουν στον οικείο δικηγορικό σύλλογο κάθε πειθαρχικό παράπτωμα δικηγόρου, του οποίου λαμβάνουν γνώση.

2. Η εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ ως προς την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης.

2.1. Η σχολιαζόμενη απόφαση ασχολήθηκε με την παράβαση του καθήκοντος αλήθειας του άρθρου 116 ΠολΔ και τις κυρώσεις που αυτή συνεπάγεται σε γενικές γραμμές σύμφωνα με τις απόψεις που εκτέθηκαν παραπάνω (υπό 1), σε μια υπόθεση καταχρηστικής επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης, με την έννοια ότι ο επισπεύδων γνώριζε ότι δεν υπήρχε πλέον λόγος να προχωρήσει σε εκτέλεση. Ως προς την απαγόρευση της κακόπιστης συμπεριφοράς στην αναγκαστική εκτέλεση η σχολιαζόμενη απόφαση δέχεται ότι αυτή απαγορεύεται τόσο από το άρθρο 116 ΠολΔ, όσο και από το άρθρο 281 ΑΚ.

2.2. Ωστόσο, καθώς πειστικά υποστηρίζεται από την εισαγωγή του κώδικα πολιτικής δικονομίας το άρθρο 281 ΑΚ δεν μπορεί να έχει εφαρμογή ούτε άμεση, ούτε αναλογική στο πλαίσιο της πολιτικής δικονομίας και κατ’ επέκταση της αναγκαστικής εκτέλεσης [9]. Το άρθρο 281 ΑΚ αναφέρεται στην κατάχρηση δικαιωμάτων που απονέμονται από το αστικό δίκαιο, ενώ το άρθρο 116 ΠολΔ αφορά τις δυνατότητες που παρέχει η δικονομία στα πρόσωπα που εμπλέκονται στην εκάστοτε διαδικασία (διάδικοι, νόμιμοι αντιπρόσωποι, πληρεξούσιοι, υποκείμενα εκτελεστικής διαδικασίας κλπ). Η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης εκ μέρους του δανειστή δεν αποτελεί άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, όπως δέχεται η σχολιαζόμενη απόφαση. Στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης ο δανειστής έχει δημοσίου δικαίου δικονομική αξίωση εναντίον της πολιτείας να κινήσει με τα αρμόδια όργανά της τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Οι πράξεις του, όπως η επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης, έχουν χαρακτήρα διαδικαστικών πράξεων και ρυθμίζονται αποκλειστικά από τους κανόνες του δικονομικού δικαίου [10]. Επομένως, δεν υπάρχει ανάγκη καταφυγής στο άρθρο 281 ΑΚ, αφού το άρθρο 116 ρυθμίζει με επάρκεια τις μορφές καταχρηστικής συμπεριφοράς στο χώρο της δικονομίας και κατ’ επέκταση της αναγκαστικής εκτέλεσης [11].

Ευαγγελία Μπαλογιάννη

[1] Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, τ. ΙΙΙ, άρθρο 106, σελ. 542, 543, άρθρο 116, σελ. 607, όπου και παραπομπές στη γερμανική νομική φιλολογία.

[2] ΣχεδΠολΔ ΙΙ σελ. 185. Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, τ. ΙΙΙ, άρθρο 116, σελ. 607, όπου και παραπομπές στη γερμανική θεωρία. Για παραπομπές στη νομολογία βλ. στο κείμενο της σχολιαζόμενης απόφασης.

[3] Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, τ. ΙΙΙ, άρθρο 116, σελ. 606. Κ. Μπέης-Κ. Καλαβρός-Σ. Σταματόπουλος, Η δικονομία των ιδιωτικών διαφορών, τ. Ι, σελ. 198. Ν. Νίκας σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚπολΔ, άρθρο 116 , σελ. 260.

[4] Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία τ. ΙΙΙ, ο.π. Ενδεικτικά από τη νομολογία ΕφΑθ 5454/1986 Δ 18 [1987], 203 μ’ ενημερωτικό σημείωμα Σ. Σταματόπουλου. ΕφΑθ 4340/1988 ΕλΔ 31 [1990], 379.

[5] Γ. Διαμαντόπουλος, Η αντιφατική συμπεριφορά των διαδίκων στην πολιτική δίκη, σελ. 504 επ., όπου κι εκτενείς παραπομπές στη νομική φιλολογία και νομολογία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ζήτημα της μη στοιχειοθέτησης στην περίπτωση παράβασης του καθήκοντος αλήθειας του άρθρου 225 §§ 1, 2 ΠΚ, δηλαδή του αδικήματος της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, που αναλύεται στο ίδιο έργο, σελ 498 επ. Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, τ. ΙΙΙ, άρθρο 116, σελ. 615.

[6] Γ. Διαμαντόπουλος, ο.π., σελ. 488 επ. όπου και πλούσιες παραπομπές στη νομική φιλολογία και τη νομολογία.

[7] Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, τ. ΙΙΙ, άρθρο 116, σελ. 614.

[8] Γ. Διαμαντόπουλος, ο.π. σελ. 494. ΕφΑθ 4769/1984 ΕλΔ 26 [1985], 676. ΕφΑθ 4340/1988 ΕλΔ 31 [1990], 380.

[9] Κ. Μπέης, Πολιτική δικονομίας, άρθρο 116, σελ. 595. Ο ίδιος, Πολιτική δικονομία, τ. 21, Αναγκαστική εκτέλεση, σελ. 46. ΑΠ 13/1981 Δ 12 [1981], 289 μ’ ενημερωτικό σημείωμα Κ. Μπέη = Η Διαλεκτική του Δικονομικού Δικαίου, τ. ΙΙ, σελ. 657.

[10] Κ. Μπέης, Πολιτική δικονομία, τ. 21, Αναγκαστική εκτέλεση, σελ. 52, 55, 56.

[11] Πρβλ. ΑΠ 457/1997 Δ 29 [1998], 739 με παρατηρήσεις Ε. Μπαλογιάννη. ΕφΠειρ 461/1994 Δ 26 [1995], 173 με παρατηρήσεις Ε. Μπαλογιάννη.